νεκροφανής

νεκροφανής
-ές
αυτός που έπαθε νεκροφάνεια, ο φαινομενικά νεκρός.
επίρρ...
νεκροφανώς (Α νεκροφανῶς)
σαν νεκρός, με τρόπο ώστε να φαίνεται κανείς νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + -φανής (< θ. φαν- πρβλ. -φάν-ην, αορ. β' τού φαίνω), πρβλ. μεσο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Κ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεκροφάνεια — Η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο φαίνεται ως νεκρό εξαιτίας αναστολής των εξωτερικών εκδηλώσεων της ζωής του. Η ν. εκδηλώνεται με διακοπή της κινητικότητας και αισθητικότητας του ατόμου, έλλειψη της συνείδησης, και σχεδόν πλήρη διακοπή της… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”